jemandem etwas anvertrauen
 

εκμυστηρεύομαι Verb
(0)
DeutschGriechisch
Noch keine Beispielsätze.
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εκμυστηρεύομαιεκμυστηρευόμαστε
εκμυστηρεύεσαιεκμυστηρεύεστε, εκμυστηρευόσαστε
εκμυστηρεύεταιεκμυστηρεύονται
Imper
fekt
εκμυστηρευόμουν(α)εκμυστηρευόμαστε
εκμυστηρευόσουν(α)εκμυστηρευόσαστε
εκμυστηρευόταν(ε)εκμυστηρεύονταν
Aoristεκμυστηρεύτηκα, εκμυστηρεύθηκαεκμυστηρευτήκαμε, εκμυστηρευθήκαμε
εκμυστηρεύτηκες, εκμυστηρεύθηκεςεκμυστηρευτήκατε, εκμυστηρευθήκατε
εκμυστηρεύτηκε, εκμυστηρεύθηκεεκμυστηρεύτηκαν, εκμυστηρευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθείέχουμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί
έχεις εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθείέχετε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί
έχει εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθείέχουν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί
Plu
per
fekt
είχα εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθείείχαμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί
είχες εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθείείχατε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί
είχε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθείείχαν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εκμυστηρεύομαιθα εκμυστηρευόμαστε
θα εκμυστηρεύεσαιθα εκμυστηρεύεστε, θα εκμυστηρευόσαστε
θα εκμυστηρεύεταιθα εκμυστηρεύονται
Fut
ur
θα εκμυστηρευτώ, θα εκμυστηρευθώθα εκμυστηρευτούμε, θα εκμυστηρευθούμε
θα εκμυστηρευτείς, θα εκμυστηρευθείςθα εκμυστηρευτείτε, θα εκμυστηρευθείτε
θα εκμυστηρευτεί, θα εκμυστηρευθείθα εκμυστηρευτούν(ε), θα εκμυστηρευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθείθα έχουμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί
θα έχεις εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθείθα έχετε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί
θα έχει εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθείθα έχουν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εκμυστηρεύομαινα εκμυστηρευόμαστε
να εκμυστηρεύεσαινα εκμυστηρεύεστε, να εκμυστηρευόσαστε
να εκμυστηρεύεταινα εκμυστηρεύονται
Aoristνα εκμυστηρευτώ, να εκμυστηρευθώνα εκμυστηρευτούμε, να εκμυστηρευθούμε
να εκμυστηρευτείς, να εκμυστηρευθείςνα εκμυστηρευτείτε, να εκμυστηρευθείτε
να εκμυστηρευτεί, να εκμυστηρευθείνα εκμυστηρευτούν(ε), να εκμυστηρευθούν(ε)
Perfνα έχω εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθείνα έχουμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί
να έχεις εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθείνα έχετε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί
να έχει εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθείνα έχουν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί
Imper
ativ
Presεκμυστηρεύεστε
Aoristεκμυστηρεύσου, εκμυστηρέψουεκμυστηρευτείτε, εκμυστηρευθείτε
Part
izip
Pres
Perf
InfinAoristεκμυστηρευτεί, εκμυστηρευθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback